- ζουρλαμάρα
- ηπαραφροσύνη, τρέλα, παλαβομάρα, ανοησία.[ΕΤΥΜΟΛ. ζουρλός + κατάλ. -(α)μάρα* (πρβλ. βουβ-αμάρα, σαχλ-αμάρα, τρελ-αμάρα, χαζο-μάρα). Ο τ. ζουρλαμάδα < ζουρλαμάρα με επίδραση τών παραγώγων σε -άδα (ασκημ-άδα, νοστιμ-άδα, χλομ-άδα κ.τ.ό.)].
Dictionary of Greek. 2013.