ζουρλαμάρα

ζουρλαμάρα
η
παραφροσύνη, τρέλα, παλαβομάρα, ανοησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζουρλός + κατάλ. -(α)μάρα* (πρβλ. βουβ-αμάρα, σαχλ-αμάρα, τρελ-αμάρα, χαζο-μάρα). Ο τ. ζουρλαμάδα < ζουρλαμάρα με επίδραση τών παραγώγων σε -άδα (ασκημ-άδα, νοστιμ-άδα, χλομ-άδα κ.τ.ό.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζουρλαμάρα — η τρέλα, ανόητη ενέργεια: Ζουρλαμάρα που τον δέρνει. – Κάνει συνεχώς ζουρλαμάρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -αμάρα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη τής νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά, που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή λεκτικό χαρακτηρισμό. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε αρχικά από μεγεθυντικά ουδέτερα σε αμα:… …   Dictionary of Greek

  • ζουρλαμάδα — η 1. τρελή ή ανόητη σκέψη ή πράξη 2. παραφροσύνη, τρέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ζουρλαμάρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”